- καμεράριος
- οο προϊστάμενος τού θησαυροφυλακίου τού πάπα ή τού σκευοφυλακίου μονής στους Ρωμαιοκαθολικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camerarius < camera < καμάρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek